χεροπιάνω

χεροπιάνω
χερόπιασα, χεροπιάστηκα, χεροπιασμένος
1. πιάνω από το χέρι ή με το χέρι.
2. το μέσο, χεροπιάνομαι σημαίνει ότι κρατιέμαι από το χέρι ή με τα χέρια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χεροπιάνω — Ν 1. κρατώ κάποιον από το χέρι 2. (το μεσ.) χεροπιάνομαι κρατιέμαι χέρι χέρι με κάποιον («στη σκιά χεροπιασμένες... κρινοδάχτυλες παρθένες», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι (βλ. και λ. χειρ[ο] ) + πιάνω] …   Dictionary of Greek

  • χερόπιασμα — το, Ν [χεροπιάνω] 1. το να κρατά κανείς κάποιον από το χέρι 2. πιάσιμο με το χέρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”